κοκαλάκι

κοκαλάκι
και κοκκαλάκι, το
μικρό κόκαλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοκαλάκι — το υποκορ. του κόκαλο μικρό κόκαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… …   Dictionary of Greek

  • γιάντες — 1. είδος παιχνιδιού μνήμης, με στοίχημα ανάμεσα σε δύο παίκτες χάνει εκείνος που όταν παίρνει κάτι από τα χέρια τού άλλου, λησμονά να αναφέρει μία από τις φράσεις «τό θυμάμαι» ή «τό ξέρω», οπότε ο άλλος κερδίζει λέγοντας γιάντες 2. (επεκτ.)… …   Dictionary of Greek

  • οστάριο — το (ΑΜ ὀστάριον) μικρό κόκαλο, κοκαλάκι μσν. αρχ. ο πυρήνας, το κουκούτσι τού καρυδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + υποκορ. κατάλ. άριον, με αφαίρεση τής κατάλ. έον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”